αμετροέπεια

αμετροέπεια
boşboğazlık, gevezelik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμετροέπεια — η [αμετροεπής] έλλειψη μέτρου στο λέγειν, ακράτεια τής γλώσσας, φλυαρία, αθυροστομία, αυθάδεια …   Dictionary of Greek

  • αμετροεπής — ές (Α ἀμετροεπής) αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + επής < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”